- τελεσθέντος
- τελέωfulfilaor part pass masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμέτρηση — η (AM ἐπιμέτρησις) [επιμετρώ] το να προστίθεται κάτι νεοελλ. φρ. «επιμέτρηση ποινής» η προσαρμογή εκ μέρους τού δικαστηρίου τής ποινής που προβλέπει ο νόμος για αξιόποινη πράξη ανάλογα με τη βαρύτητα και τις συνθήκες τού τελεσθέντος εγκλήματος… … Dictionary of Greek